Η ηρωική μάχη στο χάνι της Γραβιάς

Της Ανδρούλλας Σατραζάμη*

Βορειοανατολικά του Νομού Φωκίδος, χτισμένη στους πρόποδες του όρους Παρνασσού βρίσκεται η Γραβιά. Πόλη που φέρει βαριά ιστορική κληρονομιά, από την αρχαιότητα έως και τους νεώτερους χρόνους, όπου το όνομά της συνδέθηκε με την περίφημη ομώνυμη Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821, δίνοντας στην Επανάσταση δύναμη και θάρρος, να φέρει εις πέρας τον αγώνα της για ελευθερία. Με ορμητήριο το χάνι της περιοχής, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος μαζί με 120 άνδρες αμύνθηκαν κατά του Ομέρ Βρυώνη ανακόπτοντας έτσι την πορεία των 8.000 στρατιωτών του.

Στο ξεκίνημα της επανάστασης, στις 23 Απριλίου 1821, η ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα, υπήρξε «σωτήρια» για τους Οθωμανούς πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ, καθώς έτσι ανοιγόταν ο δρόμος προς την Ανατολική Στερεά και προς την Πελοπόννησο. Ταυτόχρονα, η είδηση ότι ο αγωνιστής Αθανάσιος Διάκος πέθανε μαρτυρικά, κυριάρχησε αρνητικά στα ελληνικά στρατόπεδα διαχέοντας φόβο, αδυναμία και ανασφάλεια. Οι επαναστάτες, αναμένοντας ότι η οργή των πασάδων θα έπνιγε στο αίμα την επανάσταση, και μη έχοντας ικανό αρχηγό να τους ενθαρρύνει και να αναλάβει τα ινία του αγώνα, κινδύνευαν να χάσουν ό,τι είχε κατακτηθεί.

Αντικρίζοντας τη δυσοίωνη κατάσταση, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ανέλαβε να συσπειρώσει τους οπλαρχηγούς της περιφέρειας της Ρούμελης, ώστε ο αγώνας να κατακτήσει μια σχετική ενότητα, αποστέλλοντάς τους στις 22 Μαρτίου του ιδίου έτους μία επιστολή. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ο οπλαρχηγός:

«Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πώς θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι εγώ από την άλλη, θα σηκωθεί όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ιδή ελόγου σας, που έχετε τα καράβια και ξέρετε καλύτερα τα πράγματα, το πώς σηκώνεται το μπαϊράκι θενα τελειώσει ότι καλύτερο το πράγμα».

Στο μεταξύ ο Ομέρ Βρυώνης, έχοντας υποτιμήσει την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού και θεωρώντας πως επρόκειτο για ακόμη μία τυχαία εξέγερση, την οποία θα κατέπνιγε εύκολα στο αίμα, προσπαθούσε να προσεταιριστεί οπλαρχηγούς κλέφτες. Γνωρίζοντας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τις στρατιωτικές του ικανότητες, του έγραψε μία επιστολή προσπαθώντας να τον προσεταιριστεί, ζητώντας του συνάντηση στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος άρπαξε την ευκαιρία και «δέχθηκε», έχοντας ωστόσο στο μυαλό του ένα διαφορετικό σχέδιο από εκείνο του αλβανού πασά.

Η άφιξη του Ανδρούτσου στη Γραβιά εμψύχωσε τους οπλαρχηγούς της Ανατολική Στερεάς. Εκεί ενώθηκε με τον Πανουριά, ο οποίος ανέλαβε να εκκενώσει το χωριό από γυναικόπαιδα, και τον Γκούρα ο οποίος από ημέρες είχε λάβει την εντολή να θανατώσει τους μπέηδες των Σαλώνων και να παραλάβει πολεμοφόδια. Μαζί με τους τρεις άντρες ενώθηκε και ο Γιάννης Δυοβουνιώτης.

Οι οπλαρχηγοί συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο, διά να συζητήσουν το πλάνο το οποίο θα αιφνιδίαζε τον Ομέρ Βρυώνη και τη στρατιά του, η οποία θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο από το Γαλαξείδι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γνωρίζοντας τη σημαντικότητα του αιφνιδιασμού της στρατιάς από ένα σημείο όπου ο Ομέρ Βρυώνης δεν θα υπολόγιζε ποτέ, πρότεινε να χρησιμοποιηθεί το χάνι της Γραβιάς ως ορμητήριο. Σχέδιο με το οποίο ωστόσο, διαφώνησαν οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί, καθώς το χάνι ήταν πλινθόκτιστο και σε ανοικτό πεδίο και θεωρούσαν πως ήταν αδύνατο να κρατηθεί. Παρόλα αυτά, βέβαιος για το σχέδιό του, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αρνείτο να εγκαταλείψει το σχέδιο.

Σε μία δεύτερη σύσκεψη, υπό την πίεση του χρόνου, απεφασίσθη όπως ο Ανδρούτσος εφορμήσει από το χάνι της Γραβιάς εναντίον του πασά, ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να καταλάβουν τις γύρω περιοχές αριστερά της οδού προς το Χλωμό και ο Κοσμάς δεξιά προς το Σύντσικα.

Παρόλο που οι άντρες κατέληξαν στο σχέδιο, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γνώριζε καλά πως η χρήση του χανιού ως ορμητήριο ήταν αρκετά επικίνδυνη, καθώς πλινθόκτιστο θα μπορούσε να αποτελέσει και στόχο εμπρησμού, σκοτώνοντας όσους αγωνιστές κρύβονταν σε αυτό. Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση, λέγεται πως ο γενναίος οπλαρχηγός φώναξε «Παιδιά, όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας πιασθεί εις τον χορόν» και ξεκινώντας να χορεύει τσάμικο τραγουδώντας «Κάτω του βάλτου τα χωριά», ανέμενε τα παλικάριά του ένα ένα να πιάσουν το μαντήλι. Όσοι πιάνονταν στον χορό, με τη δική τους βούληση, θα τον πολεμούσαν στο πλευρό του μέσα από το χάνι.

Στον «χορό του θανάτου», όπως τον ονόμασε η λαϊκή παράδοση πιάσθηκαν σύνολο 117 άνδρες, μεταξύ των οποίων, ο Γκούρας, ο Πανουριάς ο Δυοβουνιώτης, ο Παπανδρέας, ο Τράκας, οι Καπογιωργαίοι και άλλοι. Οι άντρες κλείστηκαν στο χάνι, έκλεισαν τις πόρτες και άνοιξαν πολεμίστρες. Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, έχοντας ήδη μάθει το σχέδιο του Ανδρούτσου, ο Ομέρ Βρυώνης πλησίασε σε απόσταση βολής το χάνι. Μη έχοντας εγκαταλείψει το σχέδιό του να προσεταιριστεί τον Ανδρούτσο, έστειλε πρώτα έναν δερβίση να υπενθυμίσει τον έλληνα οπλαρχηγό τις προτάσεις του περί γενικής οπλαρχηγίας της Ρούμελης. Αντί θετικής απαντήσεως ωστόσο, ο Ομέρ Βρυώνης αντίκρισε τον δερβίση του να πέφτει νεκρός κάτω από το άλογό του. Το σύνθημα της μάχης μόλις είχε δοθεί, όπου οι Οθωμανοί κατά κύματα εφόρμησαν εναντίον του χανιού, σημειώνοντας ωστόσο, πλήρη αποτυχία.

Μετά το μεσημέρι διετάχθη νέα επίθεση, με εντολή να μετατραπεί το χάνι σε σκόνη. Η μάχη όμως μεταξύ των στρατιωτών του Βρυώνη και του Ανδρούτσου υπήρξε σκληρή. Ταυτόχρονα ο Γκούρας και ο Πανουριάς περικύκλωσαν τα στρατεύματα αφού εφορμούσαν από τις γύρω περιοχές. Τις πρώτες ώρες του δειλινού, ο Ομέρ Βρυώνης φανερά απογοητευμένος και ηττημένος, διέταξε κατάπαυση πυρός. Υποτιμώντας την ανδρεία και το σχέδιο των Ελλήνων, είχε εκστρατεύσει ως εκεί χωρίς πυροβολικό και έτσι διέταξε να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία, για να εκπληρώσει τη διαταγή που ο ίδιος έδωσε, να γίνει σκόνη το χάνι, το επόμενο πρωί.

Την κίνηση όμως αυτή προέβλεψε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος το πρωί της 9ης Μαΐου διέταξε ηρωική έξοδο κραυγάζοντας «επάνω τους παιδιά». Αιφνιδιάζοντας τις οθωμανικές δυνάμεις, χτύπησαν από παντού και ακολούθως χάθηκαν μέσα στα σπαρτά. Η συντριπτική ήττα του Ομέρ Βρυώνη του στοίχισε πάνω από 300 νεκρούς στρατιώτες και διπλάσιους τραυματίες και μεγάλο πλήγμα στο ηθικό του στρατού του, ενώ χάρισε στην Επανάσταση το θάρρος που χρειάζονταν για να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Ταυτόχρονα, η νίκη στο χάνι της Γραβιάς δεν υπήρξε μόνο ένα ηρωικό γεγονός με μεγαλειώδη σημασία για το ηθικό των ελλήνων στρατιωτών, αλλά ενίσχυσε και τον αγώνα της Πελοποννήσου, καθώς η καθυστέρηση της πορείας της στρατιάς του Ομέρ Βρυώνη προς τον νότο, έδωσε καιρό στους Έλληνες της περιοχής που αγωνίζονταν στο Βαλτέτσι να πετύχουν τη δική τους σημαντική νίκη.

Η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς πέρασε στις σελίδες του Ελληνικού Αγώνα με χρυσά γράμματα, ενώ «επαναλήφθηκε» στο Λιοπέτρι της Κύπρου, κατά τη διάρκεια του ένδοξου ΄55-΄59, όταν τέσσερις αγωνιστές της ΕΟΚΑ, μετέτρεψαν τον αχυρώνα του Λιοπετρίου σε ορμητήριο εναντίον των αποικιοκρατών, αγώνας ο οποίος έμεινε γνωστός ως το νέο Χάνι της Γραβιάς.

Ήταν 2 Σεπτεμβρίου 1958, όταν πραγματοποιήθηκε μία από τις πιο επικές μάχες της ΕΟΚΑ, στον Αχυρώνα του Λιοπετρίου. Η μάχη που έμεινε γνωστή ως «σκυταλοδρομία θανάτου», σε συνάρτηση με τον «χορό του θανάτου» του Ανδρούτσου, στέρησε τη ζωή από τέσσερις αγωνιστές της οργάνωσης: Ανδρέα Κάρυο, Ηλία Παπακυριακού, Φώτη Πίττα και Χρίστο Σαμαρά.

Από το βράδυ της 3ης Αυγούστου οι αγωνιστές είχαν πάει στο Λιοπέτρι για να εκπαιδεύσουν νέα μέλη στον ανταρτοπόλεμο. Την επόμενη ημέρα όμως, εμφανίστηκαν στο Λιοπέτρι βρετανικά τζιπ με στρατιώτες οι οποίοι έψαχναν τους καταζητούμενους αγωνιστές. Οι τέσσερις άντρες προσπάθησαν να διαφύγουν από το χωριό, όμως δεν τα κατάφεραν αφού έπεσαν πάνω σε Άγγλους και στην προσπάθειά τους να σπάσουν τον κλοιό με το αυτοκίνητο άρχισαν να ανταλλάσσουν πυροβολισμούς. Όμως και πάλι δεν τα κατάφεραν. Έτσι αποφάσισαν να επιστρέψουν στο χωριό όπου και κατέφυγαν στον αχυρώνα του Παναγιώτη Καλλή.

Κάποια στιγμή ήχησαν από τα μεγάφωνα του χωριού τα νέα του αποκλεισμού. Κανείς κάτοικος δεν επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι του ή να κυκλοφορήσει στους δρόμους εκτός των Βρετανών. Αντιλαμβανόμενοι πως ο αχυρώνας δεν θα γλίτωνε από τις έρευνες, οι αντάρτες έριξαν μπαχαρικά μέσα στα άχυρα για να αποπροσανατολίσουν τα σκυλιά των Άγγλων. Αρχικά τα κατάφεραν αφού οι πρώτες έρευνές τους απέβησαν άκαρπες.

Πεισμωμένοι όμως οι Βρετανοί δεν εγκατέλειψαν το χωριό. Διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι σε συρματόφραχτους χώρους, όπου θα γίνονταν ανακρίσεις. Δεν κατάφεραν όμως να αποσπάσουν πληροφορίες. Για αυτό έστειλαν τους κατοίκους πίσω στα σπίτια τους. Ωστόσο, διέταξαν τον Καλλή και τη σύζυγό του να τους υποδείξουν που κρύβονταν οι αγωνιστές. Παρά τα βασανιστήρια που υπέστη από τους Βρετανούς το ζευγάρι δεν μίλησε. Μη έχοντας άλλη λύση οι στρατιώτες διέταξαν τους αγωνιστές να παραδοθούν, όπου και αν βρίσκονται, χωρίς ωστόσο να λάβουν απάντηση.

Οι Βρετανοί τελικά τους εντόπισαν και χρησιμοποιώντας έναν ελληνόφωνο δεκανέα, τους προειδοποίησαν ότι για να ζήσουν έπρεπε να βγουν άοπλοι από τον αχυρώνα. Όμως και πάλι δεν έλαβαν καμία απάντηση. Μία ομάδα στρατιωτών επιχείρησε να πλησιάσει τον αχυρώνα, όταν δέχτηκαν τις σφαίρες των αγωνιστών. Ακολούθησε ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Οι Βρετανοί ζήτησαν ενισχύσεις, ενώ ένα ελικόπτερο πετούσε πάνω από το χωριό. Πολλοί Βρετανοί στρατιώτες τραυματίστηκαν, ενώ δύο από τους αγωνιστές φονεύθηκαν. Τότε ένας στρατιώτης ανέβηκε στην οροφή και περιέλουσε τον αχυρώνα με βενζίνη και φλεγόμενα ρούχα, τα οποία όμως έσβησαν. Στη συνέχεια ανέλαβε δράση το ελικόπτερο ρίχνοντας δύο εμπρηστικές βόμβες. Ο αχυρώνας φούντωσε. Οι δύο τελευταίοι αγωνιστές όρμησαν έξω και πυροβολήθηκαν θανάσιμα από τους Βρετανούς στρατιώτες.

Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Γεώργιος Γρίβας έγραψε για τους νεκρούς που είχαν οι Άγγλοι: «Εις το Λιοπέτρι αι απώλειαι των Άγγλων πρέπει να είναι πολύ σοβαραί. Έλλην αστυνομικός είδε 7 νεκρούς και αρκετούς τραυματίας. Ο Ταξίαρχος έκλαιεν απροκάλυπτα μόλις αντίκρυσε την σκηνήν, ο δε αστυνόμος Βαρωσίων αφιχθείς εκεί, επυροβόλησε με το πιστόλι του τα πτώματα των νεκρών από την λύσαν του. Ο Αχυρώνας έγινε τόπος προσκυνήματος και οι αγωνιστές σύμβολα της ελευθερίας, καθώς συγκίνησαν με τη θυσία τους όχι μόνο τον ελληνισμό αλλά την παγκόσμια κοινή γνώμη, που αναγνώρισε και τίμησε την αυτοθυσία τους».

Πληροφορίες:

Διονυσίου Α. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1974

*Η Ανδρούλλα Σατραζάμη έχει προσφέρει στον χώρο της εκπαίδευσης μέσω της φιλολογίας για περισσότερα από 30 χρόνια και έχει πραγματοποιήσει μελέτες σχετικές με τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στη Μέση Εκπαίδευση.