Της Μαρίας Χριστοδούλου
«Να ‘σαν δυο σαν τον Μιαούλη, καίγαν την αρμάδα ούλη…»
Σε αυτό το στιχάκι συνοψίζεται η πορεία του θρυλικού ναυάρχου του 1821, του ατρόμητου θαλασσοπόρου, του μαχητή και μεγάλου πατριώτη, Ανδρέα Μιαούλη.
Ήταν γραφτό του να ‘ναι θαλασσινός. Γεννημένος στην Ύδρα στις 20 Μαΐου 1769, ήταν το δεύτερο παιδί του Δημήτρη με την τρίτη γυναίκα του, Αντριάνα. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βώκος, ωστόσο αντικαταστάθηκε από το παρατσούκλι «Μιαούλης». Η πρώτη εκδοχή λέει πως προήλθε από τους ναύτες του, όταν τους έδινε τη διαταγή «Μία ούλοι!» για να κωπηλατούν συγχρόνως. Η δεύτερη – και πιο πιστευτή – ότι προερχόταν από το πρώτο πλοίο που αγόρασε στη Χίο από έναν Οθωμανό, το «Μιαούλ».
Ο Μιαούλης έκανε την πρώτη γνωριμία του με τη θάλασσα στο πλοίο του πατέρα του, ως μούτσος. Στα 1785-1788, όταν έφτασε η ώρα να σταματήσει τα ταξίδια λόγω ηλικίας, ο πατέρας του, διάλεξε για καπετάνιο τον Αντώνη, τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιαούλη από άλλη μάνα. Νιώθοντας αδικημένος, ο Μιαούλης στα 16 του χρόνια, έφυγε από την Ύδρα και βγήκε στο κούρσεμα για αρκετό καιρό. Έγινε καπετάνιος σε κουρσαρικό και, δίχως να το ξέρει, εκπαιδευόταν για τον Αγώνα του ’21.
Όταν επέστρεψε στην Ύδρα, δέχτηκε να ταξιδέψει στη σαϊτιά του πατέρα του, με πλοίαρχο τον αδελφό του, για να μεταφέρουν σιτάρι στη Χίο. Αφού το φορτίο πωλήθηκε, έδιωξε τον αδερφό του από το καράβι και κράτησε τα λεφτά αγοράζοντας το πρώτο του καράβι: το τουρκοκρητικό «Μιαούλ». Έγινε έτσι, καραβοκύρης με τρόπο κουρσαρικό και κίνησε για μια ζωή γεμάτη περιπέτειες.
Άσκησε πειρατεία στα παράλια της Συρίας (Κραντονέλλη), συνεργάστηκε με τους περίφημους κουρσάρους Γουλιέλμο και Ανδρούτσο Βερούση σε καταδρομές στα παράλια της Αιγύπτου, συμμετείχε στη μεγάλη καταδρομή του Λάμπρου Κατσώνη, στα 1789-1792, εναντίον της Τουρκίας, σε αιγαιοπελαγίτικα νησιά και σε λιμάνια του Μοριά, καθώς και σε επιθέσεις εναντίον γαλλικών πολεμικών πλοίων και αλγερινών κουρσάρων. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων δημιούργησε σεβαστή περιουσία, καθώς έσπαγε τον ναυτικό αποκλεισμό των Άγγλων υπό τον ναύαρχο Νέλσον και ανεφοδίαζε τις ισπανικές πόλεις. Εξελίχτηκε γοργά σε επιτήδειο καπετάνιο και σε έμπορο.
Η προεπαναστατική διαδρομή του Μιαούλη στη θάλασσα φανερώνει έναν άνδρα ανήσυχο, τολμηρό, ριψοκίνδυνο, πεισματάρη, ασυμβίβαστο, σε μια εποχή που οι Υδραίοι θεωρούνταν οι καλύτεροι ναύτες της Ανατολής· ό,τι ακριβώς χρειαζόταν η Επανάσταση.
Παρότι έφτασε να ανήκει στους νοικοκυραίους της Ύδρας, και ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση, γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη επαρκώς προετοιμασμένοι για τον τουρκικό στρατό, κατά την κήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα, στις 28 Απριλίου 1821, ο Μιαούλης υπέγραψε μαζί με άλλους πλοιοκτήτες έγγραφο, με το οποίο διέθεταν τα πλοία τους, αλλά και θα αναλάμβαναν τις δαπάνες για τις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα και ανέλαβε ναύαρχος του υδραίικου στόλου.
Στις 28 Σεπτεμβρίου ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τουρκική ναυτική μοίρα στην Πύλο. Το Φεβρουάριο του 1822 κατέστρεψε μία τουρκική φρεγάτα και προξένησε ζημιές σε άλλα πλοία στο λιμάνι της Πάτρας. Τον Οκτώβριο του 1823 ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Μιαούλη νίκησε τους Τούρκους στο Αρτεμίσιο και τους Ωρεούς. Μετά την καταστροφή των Ψαρών (20-22 Ιουνίου 1824), συνέβαλε σημαντικά στην εξουδετέρωση της τουρκικής δύναμης, που είχε παραμείνει στο νησί και στην ανακατάληψή του, στις 3 Ιουλίου. Στις 29 Αυγούστου 1824, ο ενωμένος ελληνικός στόλος, και πάλι με επικεφαλής τον Μιαούλη, καταναυμάχησε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στον Γέροντα. Το 1826, κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου, ελληνικά πλοία υπό τις διαταγές του βοήθησαν στην παροχή εφοδίων τους πολιορκουμένους, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να διασπάσουν τον αποκλεισμό της πόλης και να παράσχουν καμία βοήθεια από τη θάλασσα.
Το 1827, η Γ’ Εθνοσυνέλευση ανέθεσε στον Άγγλο Λόρδο Αλέξανδρο Θωμά Κόχραν τον ελληνικό στόλο και ο Μιαούλης υποβιβάστηκε σε πλοίαρχο. Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της Ελλάδας, του ανέθεσε την αρχηγία του Στόλου του Αιγαίου. Η συνεργασία τους διήρκησε ως τον Αύγουστο του 1829, οπότε και συγκρούστηκαν λόγω της πολιτικής του Καποδίστρια απέναντι στους υδραίους πλοιοκτήτες, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την ένταξη της Ύδρας στο ελληνικό κράτος και ζητούσαν προνομιακή μεταχείριση σε αντάλλαγμα της συμβολής τους στον Αγώνα.
Όταν ο Καποδίστριας διέταξε αποκλεισμό του νησιού από τα πλοία του εθνικού στόλου, ο ηγέτης –πλέον– της αντικαποδιστριακής παράταξης, Μιαούλης, κατέλαβε και έκαψε τη φρεγάτα «Ελλάς» κα την κορβέτα «Ύδρα», γεγονός που προκάλεσε πανελλήνια κατακραυγή. Ήταν, ίσως, το μόνο μελανό σημείο στην πορεία του ήρωα.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Μιαούλης με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Δημήτριο Πλαπούτα ορίστηκαν μέλη της επιτροπής, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει το στέμμα στον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας, τον Όθωνα. Επί βασιλείας του Όθωνος, ανέλαβε αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου με τον βαθμό του ναυάρχου, ενώ το 1834 διορίστηκε Σύμβουλος Επικρατείας και γενικός επιθεωρητής του Στόλου.
Δύο μέρες πριν πεθάνει από φυματίωση, τον επισκέφτηκε ο βασιλιάς για να του επιδώσει τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος και να του μεταφέρει τις ευχαριστίες του Έθνους: «με ευχαρίστησιν εκφράζω την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην μου δια τας εξόχους εκδουλεύσεις, τας οποίας επρόσφερες εις την Πατρίδα».
Ο Ανδρέας Μιαούλης πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835 και ετάφη στον Πειραιά, στη δεξιά ακτή του λιμανιού, που ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε τάφο στην είσοδο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα· στον τόπου που έμαθε την θάλασσα, που στάθηκε ο παιδεμός και ο λυτρωμός του.
Βιβλιογραφία:
Ανδρεόπουλος, Θεόφραστος, 1821. Οι Ήρωες της Επανάστασης. Η ζωή και το τέλος τους (Αθήνα: DNM Group, 2017)
Κυριακοπούλου, Καλλιόπη και Χάρις Κανελλοπούλου, 21 από το ’21 (Αθήνα: Εμπειρία Εκδοτική, 1998)
Μιαούλης, Αντώνης, Οι Ναυμαχίες του 1821. Αλέξανδρου Δημ. Κριεζή Απομνημονεύματα (Αθήνα: Βεργίνα, 2001)
Νικοδήμου, Κ., Απομνημονεύματα Εκστρατειών και Ναυμαχιών του Ελληνικού Στόλου (Αθήνα: Βεργίνα, 2007)