*Της Αργυρώς Παπαδουπούλου
Είναι στιγμές, πράγματι, κατά τας οποίας ο ιστορικός εις το βαρύ και ξηρόν έργον του θα ήθελε να γίνει διά μίαν σελίδα ποιητής. […] Αυτόν τον υψηλόν πόθον και την ψυχικήν ανάτασιν προκαλεί η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη. Λάμπει από αρετήν και από ηρωισμόν.[1]
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 στο Σούλι και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χρυσούλας Παπαζώτη Γιώτη. Οι Σουλιώτες χωρίζονταν σε φάρες και ο Μάρκος ανήκε σε μία από τις δύο σημαντικότερες –την άλλη σημαντική φάρα αποτελούσαν οι Τζαβελλαίοι. Όταν ο Αλή πασάς αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να υπερισχύσει των Σουλιωτών με τα όπλα, αποφάσισε να ακολουθήσει τη γνωστή και αλάνθαστη τακτική «διαίρει και βασίλευε». Έτσι, κατόρθωσε να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα ο Γιώργος Μπότσαρης, παππούς του Μάρκου, να συγκεντρώσει όλη τη φάρα του και να μετακινηθεί στο Βουλγαρέλι της Άρτας (1799). Σε λίγα χρόνια το Σούλι σκλαβώθηκε (1803), οι Σουλιώτες έμειναν χωρίς πατρίδα και κατηγορούσαν γι’ αυτό τους Μποτσαραίους. Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην ψυχή του μικρού Μάρκου, ο οποίος ήδη από εκείνη την τρυφερή ηλικία έγινε ένα παιδί σιωπηλό και σκεπτικό.
Το 1804 όλοι σχεδόν οι Σουλιώτες βρίσκονταν στην Κέρκυρα, όπου παρέμειναν ως το 1820. Σε αυτό το διάστημα η Κέρκυρα πέρασε από την εξουσία των Ρώσων σε αυτή των Γάλλων κι έπειτα των Άγγλων. Όλοι ήθελαν τους γενναίους Σουλιώτες στον στρατό τους, κι έτσι ο Μάρκος υπηρέτησε με τη σειρά στον ρωσικό και τον γαλλικό στρατό, σημειώνοντας σημαντικές επιτυχίες και φτάνοντας στον βαθμό του εκατόνταρχου, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Η θητεία στους ευρωπαϊκούς στρατούς προσέθεσε στρατιωτική οργάνωση στην ορμή και τη γενναιότητα των Σουλιωτών και τους εφοδίασε με σημαντικές στρατιωτικές γνώσεις που αποδείχθηκαν απαραίτητες στον μετέπειτα αγώνα για ελευθερία. Με τον γαλλικό στρατό ο Μπότσαρης πολέμησε στη Νάπολη. Φύσει φιλομαθής προσπαθούσε να αξιοποιεί τον χρόνο του˙ έμαθε ιταλικά, άνοιξε τους ορίζοντές του και όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα ήταν πια Ευρωπαίος. Εκεί συνέχισε να μελετά και μάλιστα συνέταξε το «Λεξικόν της Ρομαϊκοίς και Αρβανητηκοίς Απλής».
Στα 18 του χρόνια ο Μάρκος παντρεύτηκε, αλλά σύντομα χώρισε την πρώτη του σύζυγο. Δεν γνωρίζουμε την αιτία, αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, πριν χωρίσει, κάλεσε τους γέροντες Σουλιώτες, τους εμπιστεύτηκε τα προβλήματα και τις σκέψεις του και ζήτησε τη συμβουλή τους˙ μόνο όταν εκείνοι έκριναν σωστά τα παράπονά του και του έδωσαν την άδεια, αποφάσισε να προχωρήσει στον χωρισμό.[2] Αυτή η στάση του δείχνει πόσο συνετός ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης ήδη από τη νεαρή του ηλικία. Ποτέ δεν έπαιρνε επιπόλαιες αποφάσεις, επεδίωκε πάντα την παρέα με τους μεγαλύτερους, τους οποίους άκουγε με προσοχή, ήταν σοβαρός, μετριόφρων, σεμνός, λιγομίλητος και ντροπαλός «σαν κορίτσι», κοκκινίζοντας κάθε φορά που άκουγε αισχρολογίες. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Χρυσούλα, κόρη του αρματολού της Πρέβεζας Χρηστάκη Καλογήρου. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τον Δημήτρη, τη Βασιλική και τη Ρόζα.
Ο καιρός περνούσε αλλά οι Σουλιώτες δεν επαναπαύονταν στην Κέρκυρα˙ είχαν στόχο να διώξουν τον Αλή πασά από την Ήπειρο. Εκείνος, από την άλλη πλευρά, γνώριζε ότι δεν είχε τελειώσει μαζί τους και δεν εφησύχαζε, αλλά φρόντιζε να εξολοθρεύει με τη σειρά όλους τους αρχηγούς τους. Το 1813 δολοφονήθηκε στην Άρτα ο Κίτσος Μπότσαρης. Το χέρι ήταν του Γώγου Μπακόλα, αλλά πίσω από αυτό βρίσκονταν τα νήματα που κινούσε ο Αλή πασάς. Τακτική του ήταν να βγάζει από τη μέση έναν Σουλιώτη αρχηγό κι έπειτα να παίρνει υπό την προστασία του τα παιδιά του, ώστε να μπορεί να έχει τον πλήρη έλεγχο. Έτσι, μετά τον θάνατο του Κίτσου Μπότσαρη, ο Αλή πασάς κάλεσε τον Μάρκο και τα αδέλφια του στα Γιάννενα, όπου παρέμειναν ως το 1820. Παρά το διεφθαρμένο κλίμα που επικρατούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Μάρκος κατόρθωσε να μην αλλοιωθεί. Ο χαρακτήρας του δεν διέφυγε της προσοχής του διορατικού Αλή και όταν του υπέδειξαν σαν ανδρειότερο Σουλιώτη τον Κώστα Μπότσαρη, αδελφό του Μάρκου, ο Αλή αναφώνησε: «Όχι», και δείχνοντας τον Μάρκο «εκείνος εκεί ο σιωπηλός θα φάει πολλή Τουρκιά».[3]
Τον Ιούλιο του 1820 ο σουλτάνος ανακοίνωσε και επίσημα ότι έχει πόλεμο με τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες, που βρίσκονταν στην Κέρκυρα, περίμεναν ανυπόμονα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους –γνώριζαν ότι αργά ή γρήγορα κάποιος από τους δύο θα ζητούσε τη συνδρομή τους. Πράγματι, τον Αύγουστο του 1820 ο σουλτάνος ζήτησε τη βοήθειά τους, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την επιστροφή τους στο Σούλι. Εκείνοι δέχθηκαν αμέσως και ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τους Σουλιώτες που βρίσκονταν στην αυλή του Αλή, έσπευσαν να ενωθούν με τους συμπατριώτες τους. Ένα μόνο επιζητούσαν: να επιστρέψουν στα αγαπημένα τους βράχια του Σουλίου –οι αγώνες τους δεν είχαν ακόμη εθνικό χαρακτήρα. Ωστόσο, παρά τη σημαντική συμβολή τους, οι Τούρκοι συνεχώς ανέβαλλαν την υπόσχεσή τους. Όταν οι Σουλιώτες αποφάσισαν να τους ζητήσουν ξεκάθαρα το Σούλι, έλαβαν την απάντηση ότι «για τους γκιαούρηδες μόνο σίδερα και ξύλο έχει ο Σουλτάνος». Οι σουλτανικοί είχαν συνάψει κι άλλη συμφωνία με τους Τουρκαλβανούς και λογάριαζαν να αφανίσουν τους Σουλιώτες με την πρώτη ευκαιρία.
Ο Αλή πασάς φρόντισε να επωφεληθεί από την κατάσταση. Κάλεσε τον Μάρκο και του υποσχέθηκε ότι «μπέσα για μπέσα» θα τους δώσει το Σούλι, εάν τον βοηθήσουν. Όταν ο Μάρκος επέστρεψε στο στρατόπεδο και ανακοίνωσε στους Σουλιώτες τη συμφωνία με τον Αλή, εκείνοι ενθουσιασμένοι πρότειναν να επιτεθούν αιφνιδίως στους Τούρκους που στρατοπέδευαν δίπλα τους, παίρνοντας εκδίκηση για την εξαπάτηση που υπέστησαν. Αλλά ο Μάρκος, επιδεικνύοντας το μεγαλείο του, τους εμπόδισε, θεωρώντας ότι αυτό θα ήταν ανέντιμο. Πρότεινε να απομακρυνθούν εκείνο το βράδυ από τα σουλτανικά στρατεύματα και το επόμενο πρωί να τους μηνύσουν ότι έχουν πόλεμο. Έτσι κι έγινε.
Ο Αλή πασάς κράτησε τον λόγο του και στις 6 Δεκεμβρίου του 1820 οι πρώτοι Σουλιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Οι Μποτσαραίοι είχαν τώρα τον πρώτο λόγο. Ο Νότης Μπότσαρης, θείος του Μάρκου, ανέλαβε τη διοίκηση, ενώ ο Μάρκος ήταν ο πρωτοκαπετάνιος. Τον Μάρτιο του 1821 οι Σουλιώτες κατέλαβαν το φρούριο της Ρηνιάσας, του μοναδικού παραθαλάσσιου χωριού. Οι σουλτανικοί τους ξαναπρότειναν συμμαχία με περισσότερα ανταλλάγματα, αλλά οι Σουλιώτες είχαν πάρει το μάθημά τους. Στο μεταξύ, ο φιλικός Χριστόφορος Περραιβός είχε έλθει στην Ήπειρο και μυούσε τους Ηπειρώτες στον αγώνα για την ελευθερία. Αυτός ήταν ο άνθρωπος-κλειδί που άναψε στην Ήπειρο τη φλόγα του μεγάλου εθνικού κινήματος.
Ο Μάρκος και τα παλικάρια του σημείωναν συνεχόμενες νίκες εναντίον των Τούρκων. Εκείνοι είχαν στρατιωτική οργάνωση, ξένους αξιωματικούς στην εκπαίδευση του στρατού τους και όλη την Ευρώπη στο πλευρό τους, όμως ο Μπότσαρης κατόρθωνε να τους κατατροπώνει με την τακτική του αιφνιδιασμού. Με την ταχύτητα, την ορμή, την ευστροφία και την ευρηματικότητά του μπορούσε να υπερισχύει ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες. Η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη, ενώ στο Σούλι ο εχθρός δεν τολμούσε να πλησιάσει. Σύντομα ο Μάρκος Μπότσαρης καθιερώθηκε ως ο «αητός της Σαμονίβας» (αετός του Σουλίου) και αναδείχθηκε καπετάνιος όχι μόνο των Σουλιωτών, αλλά και όλων των Ηπειρωτών, ενώ το όνομά του έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Ο Μπότσαρης αντιλαμβανόταν τη μεγάλη σημασία της Άρτας και η απελευθέρωσή της ήταν στις επιδιώξεις του. Αλλά καπετάνιος της Άρτας ήταν ο Γώγος Μπακόλας, για τον οποίο ο Μάρκος είχε ορκιστεί εκδίκηση θανάτου. Τώρα όμως, μπροστά στον κοινό στόχο, έπρεπε να παραμερίσει τα προσωπικά του πάθη. Έτσι, για να διαλύσει κάθε υποψία και να μπορέσουν να αφοσιωθούν όλοι μαζί στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας κάτω από την ίδια ιερή σημαία, μετέβη ο ίδιος στο Πέτα, όπου βρισκόταν ο Μπακόλας, τον συνάντησε και του έδωσε το χέρι. Φίλησε μάλιστα το χέρι που ήταν βαμμένο με το αίμα του πατέρα του, για να δείξει την ανάγκη ομόνοιας και συμφιλίωσης.[4] Για την Άρτα συνεργάστηκε και με τον Καραϊσκάκη, με τον οποίο πραγματοποιούσαν ταυτόχρονες σφοδρές επιθέσεις. Η τελική έφοδος έγινε στις 17 Νοεμβρίου του 1821 και η Άρτα πέρασε στα χέρια των Ελλήνων –όχι για πολύ, καθώς σύντομα την ανακατέλαβαν οι Τούρκοι.
Τον Ιανουάριο του 1822 οι σουλτανικοί κατάφεραν επιτέλους να σκοτώσουν τον Αλή πασά. Μετά τον θάνατό του, μόνοι επαναστάτες στην Ήπειρο ήταν οι Σουλιώτες και λίγοι ακόμη φιλικοί. Ο Χουρσίτ πασάς, που ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο μαζί τους, τους προσέφερε γενική αμνηστία και το Σούλι, για να σταματήσουν τον πόλεμο και να προσκυνήσουν τον σουλτάνο. Παλαιότερα η πρόταση μπορεί να ήταν δελεαστική, αλλά τώρα οι Σουλιώτες δεν πολεμούσαν μόνο για το Σούλι. Μέσα στις φλόγες της επανάστασης διαμορφωνόταν η εθνική συνείδηση των Ελλήνων και οι Σουλιώτες δεν θα μπορούσαν να αποσυρθούν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τη στιγμή που οι υπόλοιποι Έλληνες πολεμούσαν για την κοινή πατρίδα. Έτσι, αρνήθηκαν την πρόταση του Χουρσίτ και θυσίασαν το αγαπημένο τους Σούλι, για να ενωθούν με τη μοίρα όλης της Ελλάδας.
Ο Χουρσίτ προσπάθησε επίμονα να τους μεταπείσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Όσο κι αν δεν το ήθελε, βρισκόταν και πάλι σε πόλεμο με τους Σουλιώτες. Εκείνοι έστελναν επιστολές στις κεντρικές αρχές της επανάστασης και ζητούσαν πλοία και πολεμοφόδια. Δυστυχώς δεν υπήρχε ανταπόκριση, οπότε άρχισαν να προετοιμάζονται μόνοι τους για πόλεμο. Στις 10 Μαΐου του 1822 έγραψαν και άλλη επιστολή προς τη Διοίκηση, την οποία ανέλαβε να μεταφέρει στο Μεσολόγγι ο Μάρκος Μπότσαρης με δύο συντρόφους του. Η φήμη του Μάρκου είχε εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα και η υποδοχή του ήταν θερμότατη. Παράλληλα, η σεμνότητά του εντυπωσίαζε τους πάντες.
Από το Μεσολόγγι ο Μπότσαρης πέρασε στον Μοριά, όπου συνάντησε τον Κολοκοτρώνη, τον οποίο θαύμαζε και εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Του πρότεινε μάλιστα να μεταβεί στην Ήπειρο και να γίνει αρχιστράτηγος της Δυτικής Ελλάδας.[5] Ωστόσο, παρά τη μεγάλη εκτίμηση που του είχε, δεν δίστασε να εκφράσει το παράπονό του για τις βιαιοπραγίες των Ελλήνων κατά την άλωση της Τριπολιτσάς: ο ευαίσθητος και παράλληλα πανέξυπνος Μπότσαρης παρατήρησε ότι, αν ο άμαχος πληθυσμός μεταφερόταν στην Πάτρα, τότε και οι προμήθειες των πολιορκημένων Τούρκων θα τελείωναν νωρίτερα, αλλά και οι Έλληνες θα είχαν αποφύγει την κατακραυγή των Ευρωπαίων. Όσο βρισκόταν στον Μοριά, κατόρθωσε να ανταλλάξει τους Σουλιώτες που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στα Ιωάννινα (μεταξύ των οποίων και η οικογένειά του) με τα χαρέμια του Χουρσίτ πασά που αιχμαλώτισαν οι Έλληνες στην Τριπολιτσά. Αποφάσισε να διασφαλίσει την οικογένειά του, στέλνοντάς την στην Αγκόνα της Ιταλίας, για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά και απερίσπαστα στον αγώνα. Αφού μίλησε και στους Πελοποννήσιους για τη σημασία της Ηπείρου, επέστρεψε στο Μεσολόγγι.
Ο Μαυροκορδάτος εντυπωσιάστηκε από τη μορφή του Μάρκου Μπότσαρη. Πιθανόν επειδή όσο βρισκόταν στη Γαλλία περνούσε χρόνο με τον Ηπειρώτη ιερέα Ιγνάτιο, που του μιλούσε με μεγάλο θαυμασμό για τους Σουλιώτες, οπότε ο Μαυροκορδάτος ήταν προκατειλημμένος θετικά απέναντί τους και περίμενε πολλά από αυτούς. Πιθανόν επειδή ο ίδιος βρισκόταν στη δυσμένεια των πολιτικών, των καπεταναίων και του λαού, οπότε βρήκε την ευκαιρία να συνδέσει το όνομά του με το άφθαρτο όνομα του Μπότσαρη. Σε κάθε περίπτωση, έκανε τα πάντα για να δείχνει συνεχώς πόσο πολύ τον εκτιμά. Ο Μάρκος, από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να επωφεληθεί από αυτή την εύνοια του Μαυροκορδάτου. Αντιλήφθηκε ότι η επιστροφή του στο Σούλι δεν θα προσέφερε κάτι ουσιαστικό στους συμπατριώτες του, εφόσον οι υπόλοιποι Έλληνες δεν αποφάσιζαν να βοηθήσουν. Έτσι, αποφάσισε να παραμείνει στο Μεσολόγγι, ελπίζοντας ότι θα ξεσήκωνε τους Έλληνες για την πολυπόθητη εκστρατεία στην Ήπειρο.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι βιάζονταν να τελειώνουν με το Σούλι, για να μεταφέρουν τα ασκέρια τους στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι Σουλιώτες πολεμούσαν με νύχια και με δόντια και απέκρουαν κάθε επίθεση του Χουρσίτ, ο οποίος αγανάκτησε και αποχώρησε για τη Λάρισα, αφήνοντας στη θέση του τον Ομέρ Βρυώνη. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να προτείνουν συνθηκολογήσεις, τις οποίες οι Σουλιώτες συνεχώς απέρριπταν.
Τελικά, η εκστρατεία στην Ήπειρο οργανώθηκε, αλλά όχι όπως την περίμεναν ο Μάρκος και οι υπόλοιποι Σουλιώτες. Ο Μαυροκορδάτος αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος της εκστρατείας, παρόλο που δεν ήταν στρατιωτικός. Προφανώς ήθελε να φτάσει στο ύψος των καπεταναίων, να σημειώσει νίκες στο πεδίο της μάχης και να εξυμνηθεί από τον λαό. Αλλά τα λάθη του ήταν αδικαιολόγητα: λάθος άνθρωποι επικεφαλής, λάθος διάρθρωση του στρατού, λάθος εκτιμήσεις και κινήσεις. Η νίκη στο Κομπότι στις 10 Ιουνίου του 1822 οφειλόταν στη διορατικότητα και την ορμητικότητα του Μπότσαρη. Έδωσε θάρρος και πνοή στην εκστρατεία, αλλά η συνέχεια ήταν αποκαρδιωτική, με κατάληξη την καταστροφή του ελληνικού στρατού στο Πέτα στις 4 Ιουλίου του 1822. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας το Σούλι ήταν καταδικασμένο να πέσει. Στις 28 Ιουλίου οι Σουλιώτες υπέγραψαν συνθήκη με του Τούρκους και μεταφέρθηκαν στα Επτάνησα˙ όχι για πολύ, καθώς δεν μπορούσαν να μένουν άπραγοι και σιγά σιγά ξαναπέρασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα για να ενωθούν με τους επαναστάτες.
Η πτώση του Σουλίου σήμαινε την πτώση όλης της Ηπείρου. Πλέον δυτικό προπύργιο της Ελλάδας ήταν το Μεσολόγγι. Ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής βάδιζαν εναντίον του με 11.000 άνδρες. Η οχύρωση της πόλης ήταν πολύ πρόχειρη, αλλά στους Τούρκους φάνταζε σαν απόρθητο κάστρο, ακριβώς επειδή εκεί μέσα βρισκόταν ο Μπότσαρης με τους Σουλιώτες του. Ο Ομέρ Βρυώνης, που τους γνώριζε από παλιά, δίσταζε να κάνει έφοδο. Οι Αρβανίτες που βρίσκονταν στον στρατό του ήταν όλοι γνωστοί του Μπότσαρη και μέσω αυτών επιχειρούσε να προχωρήσει σε συμφωνία. Ο Μπότσαρης προσπαθούσε να παραπλανήσει τους εχθρούς, για να κερδίσει χρόνο. Τους έκανε να πιστεύουν ότι θα συμφωνήσει, αλλά συνεχώς ανέβαλλε την οριστικοποίηση της συμφωνίας. Στις 8 Νοεμβρίου του 1822 φάνηκαν τα ελληνικά καράβια. Χίλιοι τριακόσιοι Πελοποννήσιοι με τρόφιμα και πολεμοφόδια κατόρθωσαν να σπάσουν την πολιορκία και να ενωθούν με τους πολιορκημένους. Οι πλαστές διαπραγματεύσεις του Μπότσαρη με τους εχθρούς έλαβαν τέλος, τώρα η απάντηση ήταν μία και ξεκάθαρη: «Θέλετε το Μεσολόγγι, Τούρκοι, ελάτε να το πάρετε».[6]
Τώρα οι Τούρκοι δίσταζαν ακόμη περισσότερο να κάνουν γιουρούσι. Αποφάσισαν να το επιχειρήσουν τα ξημερώματα των Χριστουγέννων, για να βρουν τους Έλληνες απροετοίμαστους για μάχη. Ένας Έλληνας όμως κατόρθωσε να διαφύγει από το στρατόπεδο των Τούρκων και να ενημερώσει τους πολιορκημένους. Οι Τούρκοι επιχείρησαν έφοδο, αλλά η δύναμη της ελληνικής αντίστασης τους αιφνιδίασε και οπισθοχώρησαν αφήνοντας πίσω τους 600 νεκρούς. Έφυγαν άρον άρον από το Μεσολόγγι, για να μην τους προλάβει ο χειμώνας, αφήνοντας πίσω τους πυροβόλα, όπλα και αποσκευές, ενώ στον φουσκωμένο Αχελώο πλήρωσαν για διόδια τις ψυχές 500 ανδρών. Έτσι λύθηκε η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Το καλοκαίρι του 1823 ο Κιουταχής πέρασε από τον Βόλο στην Εύβοια και άρχισε να ρημάζει όλη την ανατολική Ελλάδα. Από τον Βορρά έρχονταν απειλητικά ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Σκόδρας. Ο Μουσταής κατέβαινε με 14.000 άνδρες και σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Πολλοί οπλαρχηγοί τον προσκύνησαν, ενώ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν άρρωστος στο μοναστήρι του Προυσού. Ο Μπότσαρης αρχικά σχεδίαζε να περιμένει τον Ομέρ Βρυώνη στα Λειβαδάκια Ακαρνανίας, αλλά όταν πληροφορήθηκε ότι ο Μουσταής πλησίαζε στο Καρπενήσι, έσπευσε αμέσως στο Μεσολόγγι, όπου ο κόσμος τον υποδέχθηκε με δάκρυα. Πήρε μαζί του 1.250 άνδρες, εκ των οποίων 400 Σουλιώτες, και άρχισε να σχεδιάζει την επίθεσή του εναντίον του Μουσταή.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1822 ο Μάρκος Μπότσαρης είχε προαχθεί σε αρχιστράτηγο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας, κάτι που είχε προκαλέσει τον φθόνο άλλων οπλαρχηγών.[7] Τον Ιανουάριο του 1823, σε επιστολή του προς τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Ελλάδας, ο Μπότσαρης εξέφρασε την πικρία του για την ενόχλησή τους και δήλωνε έτοιμος να παραιτηθεί από την αρχιστρατηγία, εάν αυτό επέφερε ομοψυχία. Τώρα, μπροστά στον κίνδυνο του Μουσταή, έκανε πράξη αυτή του τη δήλωση: έβγαλε το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας του και το ξέσκισε μπροστά σε όλους λέγοντας «Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο απέναντι του εχθρού».[8]
Ο Μουσταής είχε στρατοπεδεύσει κοντά στο Κεφαλόβρυσο. Ο Μπότσαρης, αφού ιχνηλάτησε το στρατόπεδο του εχθρού, συνέλαβε το σχέδιο της επίθεσης. Θα χτυπούσε τον εχθρό τα ξημερώματα της 9ης Αυγούστου του 1823. Και παρόλο που βρέθηκε προδότης και ενημέρωσε τον Μουσταή, η αλαζονεία τύφλωσε τους Τούρκους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι μια χούφτα Έλληνες θα τολμούσαν να τους επιτεθούν. Όλος ο κόσμος τους έτρεμε και προσπαθούσε να αποφύγει τη σύγκρουση μαζί τους και τώρα λίγοι Έλληνες θα τολμούσαν να τους επιτεθούν από μόνοι τους; Θεώρησαν μάλιστα προσβολή ακόμη και το ότι θα έπρεπε να πάρουν προφυλάξεις. Έτσι, διευκόλυναν το έργο των Ελλήνων, χωρίς ωστόσο να μειώνουν την επικινδυνότητά του. Η επιχείρηση ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και γι’ αυτό ισοδυναμούσε με αυτοθυσία.
Οι Έλληνες αιφνιδίασαν τους Τούρκους και οι απώλειες που τους προκάλεσαν ήταν πολύ μεγάλες. Παρόλα αυτά, καμία τουρκική απώλεια δεν μπορούσε να συγκριθεί με την απώλεια των Ελλήνων στη συγκεκριμένη μάχη: την απώλεια του Μάρκου Μπότσαρη. Ο Μάρκος ήθελε να σκοτώσει τον ίδιο τον Μουσταή, αλλά καθώς πλησίαζε στη σκηνή του, μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Ο ήρωας φώναξε «Εβαρέθηκα αδερφοί» και έπεσε νεκρός.[9] Οι Σουλιώτες φρόντισαν αμέσως να τον καλύψουν, για να μην αντιληφθούν οι υπόλοιποι Έλληνες ότι σκοτώθηκε ο αρχηγός τους και κλονιστεί το ηθικό τους. Ο Τούσιας Μπότσαρης, ξάδελφος του Μάρκου, τον πήρε στους ώμους του και τον απέσυρε διακριτικά από το πεδίο της μάχης.
Στις 5 το πρωί μια βουβή πομπή Σουλιωτών οδήγησε το σώμα του Μάρκου στο Μικρό Χωριό, κι από εκεί ξεκίνησαν για το Μεσολόγγι. Στη διαδρομή έκαναν στάση στο μοναστήρι του Προυσού. Ο Καραϊσκάκης βγήκε κλαίγοντας, φίλησε τον νεκρό Μάρκο και τον αποχαιρέτησε λέγοντας «Μακάρι, αδελφέ Μάρκο, από τέτοιον θάνατο να πάενα κι εγώ». Το πρωί της 10ης Αυγούστου οι Σουλιώτες έφτασαν στο Μεσολόγγι. Ο λαός βγήκε στους δρόμους για να υποδεχθεί τον ήρωα, με πρώτο τον Έπαρχο Κωνσταντίνο Μεταξά. Το σώμα του Μάρκου μεταφέρθηκε στο σπίτι της αδελφής του Μάρως, όπου το έντυσαν με καλά ρούχα, το σκέπασαν με την ελληνική σημαία και ξεκίνησαν τον θρήνο.
Η κηδεία τελέστηκε το απόγευμα. Η πομπή ξεκίνησε από το σπίτι του Μεταξά, για να φανεί ότι τον κηδεύει σύσσωμο το Έθνος. Μπροστά προχωρούσαν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι αλυσοδεμένοι κι έπειτα τα άλογα των πασάδων με τέσσερις τουρκικές σημαίες· ακολουθούσε ο Μητροπολίτης Άρτης, Αιτωλίας και Ναυπάκτου Πορφύριος με τους ιερείς Μεσολογγίου, Αιτωλικού και πέριξ· πίσω τους το σώμα του νεκρού, το οποίο σήκωναν δώδεκα παλικάρια του· δίπλα στο φέρετρο ήταν η Μάρω και άλλοι συγγενείς· ακολουθούσαν ο Έπαρχος, οι καπεταναίοι κι ο λαός· γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά συμπλήρωναν την πομπή· τέλος, ακολουθούσαν όλα τα λάφυρα που πάρθηκαν στη μάχη. Η Κυβέρνηση κήρυξε την πατρίδα σε πένθος και στις 19 Αυγούστου τέλεσε επίσημο μνημόσυνο για τον Σουλιώτη ήρωα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν ο μοναδικός αγωνιστής που κατόρθωσε να παραμείνει στο απυρόβλητο, δίχως την παραμικρή σκιά στο βιογραφικό του. Όλοι, καπεταναίοι, στρατιώτες, πολιτικοί, λαϊκοί, ακόμη και Τούρκοι, μόνο εγκώμια και επαίνους εξέφραζαν γι’ αυτόν. Οι Τουρκαλβανοί μάλιστα έλεγαν ότι, αν ο Μάρκος ήταν μουσουλμάνος, θα πίστευαν ότι ο προφήτης Αλή επανήλθε στη γη. Ωστόσο, όταν έπεσε το Μεσολόγγι, πρώτη τους φροντίδα ήταν να βεβηλώσουν τον τάφο του και να ξεθάψουν τα κόκκαλά του –ήταν ίσως ο μόνος τρόπος για να νιώσουν κι εκείνοι ότι τον νίκησαν μια φορά. Μόλις όμως το έμαθε ο Μουσταής, διέταξε να τον ξαναθάψουν κι ευχήθηκε «Ε, ορέ Μάρκο, ήθελα να είχα την παλικαριά σου, όχι όμως και τη θρησκεία σου».[11]
Από τους Έλληνες συμπολεμιστές του θα αναφέρω μόνο τα λόγια του Καραϊσκάκη: «Σαν το Μάρκο δε θα ματαγεννήσει μάνα […] Ο Μάρκος ήταν τρανός! Είχε νου που δεν τον έχει άλλος, είχε καρδιά λιονταριού και γνώση δίκια σαν του Χριστού. Ούτε το δάχτυλό του δεν του φτάνομε μεις». Χαρακτηριστική είναι και η κρίση του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ο Μάρκος υπήρξε βεβαίως είς των ηρωϊκωτάτων και ευγενεστάτων τύπων του Έλληνος μαχητού. […] Λόγω αφοσιώσεως και προσωπικής ανδρείας, ουδείς ήτο αυτού εφάμιλλος. Η χρηστότης ήτο εζαγραφισμένη εις το πρόσωπον αυτού, και η καλοκαγαθία εμαρτυρείτο υπό των τρόπων και των λόγων αυτού. Ήτο αρνίον κεκτημένον καρδίαν λέοντος».[12] Ο τελευταίος χαρακτηρισμός είναι ίσως και ο πιο εύστοχος για τον ήρωα: ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν ένα αρνί με καρδιά λιονταριού.
Θα κλείσω με μία στροφή του Διονύσιου Σολωμού, ο οποίος δάκρυζε κάθε φορά που άκουγε το όνομα του ήρωα (Εις Μάρκο Μπότσαρη, 11-15):
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·
κλεισμένο για πάντα το μάτι,
οπού ’χε πολέμου φωτιά·—
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Διαβάστε επίσης: «Του Μάρκου Μπότσαρη», θρήνος για τον Σουλιώτη ήρωα
*Η Αργυρώ Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Φλώρινα. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στις Κλασικές Σπουδές. Έχει λάβει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην Κατεύθυνση των Αρχαίων Ελληνικών από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα είναι η επική ποίηση (ηρωικό έπος), το λατινικό αυγούστειο έπος και το έπος στην ύστερη αρχαιότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γούδας Αναστάσιος, Σουλιώτες και Ρουμελιώτες Καπεταναίοι του 1821. Αθανάσιος Διάκος, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, Ανδρούτσοι, Δυοβουνιώτες, Πανουργιάδες, Κομνάς, Χατζηπέτρος, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2004
Ζιάγκος Νίκος, Μάρκος Μπότσαρης, Αθήνα 1956
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 1, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 2, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 3, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974
Κυριακοπούλου Καλλιόπη-Κανελλοπούλου Χάρις, 21 από το ’21, Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 1998
Μεταξάς Κωνσταντίνος, Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2006
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος Η, Εκδόσεις Φανός, Αθήνα 1957
[1] Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 3, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974, σελ. 635.
[2] Ν. Ζιάγκος, Μάρκος Μπότσαρης, Αθήνα 1966, σελ. 24.
[3] Δ. Κόκκινος, ό.π. σελ. 635,
Αν. Γούδας, Σουλιώτες και Ρουμελιώτες Καπεταναίοι του 1821. Αθανάσιος Διάκος, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, Ανδρούτσοι, Δυοβουνιώτες, Πανουργιάδες, Κομνάς, Χατζηπέτρος, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2004, σελ. 31.
Αργότερα η Αρβανιτιά θα τραγουδήσει: για θυμήσου γέρο Αλή / ένα παιδί, ένα μωρό / που το είχες στην Αυλή / στη φήμη σε ξεπέρασε.
[4] Ν. Ζιάγκος, ό.π. σελ. 92-3,
Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 2, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974, σελ. 348.
[5] Εκείνος αρνήθηκε, όμως στην μετέπειτα εκστρατεία προς την Ήπειρο έστειλε τον γιο του, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, με δύναμη Πελοποννησίων.
[6] Ν. Ζιάγκος, ό.π. σελ. 157,
Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 3, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1974, σελ. 174.
[7] Ο Σολωμός θα τραγουδήσει (Εις Μάρκο Μπότσαρη, 1-5): Η Δόξα δεξιά συντροφεύει / τον άντρα που τρέχει με κόπους / της Φήμης τους δύσβατους τόπους, / και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά, / με μάτια, με χείλη πικρά.
[8] Ν. Ζιάγκος, ό.π. σελ. 173.
[9] Δ. Κόκκινος, ό.π. σελ. 635, σελ. 630,
Κ. Κυριακοπούλου – Χ. Κανελλοπούλου, 21 από το ’21, Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 1998, σελ. 161.
[10] Ν. Ζιάγκος, ό.π. σελ. 177
[11] Ν. Ζιάγκος, ό.π. σελ. 193.
[12] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος Η, Εκδόσεις Φανός, Αθήνα 1957, σελ. 507-8.
Διαβάστε επίσης:
Ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, 1769-1835
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η «Κυρά και Καπετάνισσα» της Επανάστασης
Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο «Γιος της Καλογριάς», 1782-1827
Νικολής Αποστόλης, ο Ψαριανός ναύαρχος 1770-1827
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο «Γέρος του Μοριά»
Νικήτας Σταματελόπουλος – Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, 1782-1849