Νικολής Αποστόλης, ο Ψαριανός ναύαρχος 1770-1827

Της Μαρίας Χριστοδούλου

Ο Νικολής Αποστόλης, ναυμάχος με σημαντική δράση κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, γεννήθηκε στα Ψαρά, το 1770. Δούλεψε από μικρή ηλικία σε εμπορικά πλοία, παίρνοντας γνώσεις και εμπειρία που χρησιμοποίησε με τη συμμετοχή του στις προσπάθειες απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σε ηλικία 18 χρονών (1788) κατατάχθηκε στο στολίσκο του Λάμπρου Κατσώνη. Το 1792 ξαναγύρισε στα Ψαρά.

Μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο επιδόθηκε στο εμπόριο, ταξιδεύοντας στη δυτική Ευρώπη, όπου είχε την ευκαιρία να μάθει ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά), ενώ από το 1793, με το δικό του ιστιοφόρο, άρχισε να εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές και γρήγορα απέκτησε φήμη για τον επαγγελματισμό και την τιμιότητά του, τυγχάνοντας, έτσι, της εύνοιας και της εμπιστοσύνης των μεγάλων χιώτικων εμπορικών οίκων Ψύχα και Βλαστού, καθώς και των σμυρναίικων Σκυλίτση και Βαλτατζή. Ταξίδεψε από τον Εύξεινο Πόντο και τη Μαύρη θάλασσα ώς τη Βόρεια θάλασσα και έφθασε μέχρι και την Ολλανδία. Μέσα στα επόμενα χρόνια κατόρθωσε να δημιουργήσει μία αξιοσέβαστη περιουσία και να ιδρύσει Ναυτικό Επιμελητήριο στα Ψαρά, το 1810.

Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε στις 13 Μαΐου 1818 από τον Δημήτριο Θέμελη. Απευθείας, μαζί με τον Ψαριανό Δημήτριο Μαμμούνη, ανέλαβε να διαδώσει το έργο της οργάνωσης και να στρατολογήσει νέα μέλη, ενώ το 1820 διορίστηκε έφορος της Φιλικής Εταιρείας στα Ψαρά.

Στις 10 Απριλίου 1821, με την ιδιότητα του εφόρου των Ψαρών, ανήγγειλε στους έφορους των Σπετσών, Παναγιώτη Μπόταση και Γ. Πάνου, την απόφαση του νησιού να συμμετάσχει με τα πλοία του στον Αγώνα και τους καλούσε να ενώσουν τους στόλους των δύο νησιών για την από κοινού αντιμετώπιση της εξόδου του εχθρικού στόλου στο Αιγαίο, επισημαίνοντας πολύ έγκαιρα την αποτελεσματικότητα της ένωσης των ναυτικών δυνάμεων. Την ίδια μέρα ανεδείχθη ομόφωνα από τους συμπατριώτες του αρχηγός του στόλου των Ψαρών.

Πρώτη ενέργεια του Αποστόλη ήταν η καταδρομική επιχείρηση στα παράλια της Μικράς Ασίας, στις 20 Απριλίου 1821, με στολίσκο αποτελούμενο από οκτώ πλοία, ο οποίος είχε στόχο να παρεμποδίσει εχθρικά στρατεύματα, τα οποία μετέφεραν πολεμικό υλικό, να περάσουν στην Πελοπόννησο. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία, αφού από τα πέντε πλοία το ένα καταστράφηκε και τα υπόλοιπα τέσσερα με τους 450 άνδρες τους αιχμαλωτίστηκαν. Αποκομίστηκε πληθώρα λαφύρων, τα οποία παρέδωσε στην κοινότητα της νήσου.

Στα τέλη Απριλίου, η ναυτική μοίρα των Ψαρών ενώθηκε με την υδραϊκή και τη σπετσιώτικη, κι έκτοτε ο Αποστόλης συνέπραττε ως ισότιμος μετά των ναυάρχων των δύο άλλων ναυτικών νήσων. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλος στις ναυμαχίες των Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822) και του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824), μαζί με τους Ανδρέα Μιαούλη και Γεώργιο Σαχτούρη, καθώς και στις ναυτικές εκστρατείες για την ενίσχυση της επανάστασης στη Μακεδονία και την Εύβοια. Σ’ αυτόν οφείλεται πρωτίστως η σωτηρία του στρατιωτικού σώματος στην Καρυστία (25 Μαρτίου 1826).
Μετά τη σφαγή στα Ψαρά, το 1824, βρήκε καταφύγιο, μαζί με άλλους Ψαριανούς, στις Σπέτσες ενώ αργότερα, όπως προκύπτει από τα δημοτολόγια του δήμου Ερμούπολης, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε, μαζί με άλλες ψαριανές οικογένειες, στη Σύρο.

Ο ψαριανός ναυμάχος διακρινόταν για το πνεύμα αυτοθυσίας, τη σταθερότητα του χαρακτήρα του, τη μετριοπάθεια και την ακεραιότητά του. Ενδεικτική του ήθους του είναι η άρνησή του να παραδώσει τον συλληφθέντα Τυνήσιο κυβερνήτη ενός δρόμωνα κατά τη ναυμαχία του Γέροντα ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση της συζύγου του Ασημίνας, που είχε αιχμαλωτισθεί μετά την καταστροφή των Ψαρών (21 Ιουνίου 1824), κατά την οποία έχασε και όλη την περιουσία του. Λέγεται ότι είπε: «Προτιμώ πενήντα Ασημίναις να χαθούν σκλάβαις, παρά να ζήση τέτοιο θηρίο». Και διέταξε την εκτέλεσή του.

Ο Νικολής Αποστόλης πέθανε από πνευμονία στις 6 Απριλίου 1827 στην Αίγινα. «Χρηστός και ήσυχος πολίτης, τίμιος άνθρωπος και φιλόπατρις εις το άκρον», ανέφερε στη νεκρολογία του Νικολή Αποστόλη η Γενική Εφημερίς στις 23 Απριλίου 1827. Στις αρετές του Αποστόλη καταγράφεται και η φιλανθρωπία του. Σύμφωνα με το γραμματέα του, Κυριάκο Δ. Μαμμούνη, κατά τη διάρκεια της μετα­φοράς Ελλήνων προσφύγων σε νησιά του Αιγαίου, ο Αποστόλης «έχων επί του πλοίου του υπέρ τας οχτακοσίας ψυχάς Κυδωνιέων και Μοσχονησίων, απεβίβασεν αυτούς εις Κέαν και Ύδραν, και αφού έδωσεν εντολήν να διέλθωσι πάντες έμπροσθέν του, ηλέει έκαστον τούτων χρηματικώς».

Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Πόρο. Στην αρχηγία του στόλου των Ψαρών, τον διαδέχθηκε ο 33χρονος γιος του Αποστόλης Αποστόλης. Η Ελληνική πολιτεία τον τίμησε μετά θάνατον για την συνολική του προσφορά στην Επανάσταση, με τον βαθμό του Ναυάρχου.

Βιβλιογραφία:

Διονύσιος Α. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τομ. 1-5, Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα, 1974

Ελευθεροτυπία, «Οι ναυμάχοι του 1821», Περιοδικό Ιστορικά, τχ. 178, 27 Μαρτίου 2003

Κωνσταντίνος Νικόδημος, Απομνημονεύματα εκστρατειών και ναυμαχιών του Ελληνικού στόλου, Αθήνας: Εκδόσεις Βεργίνα, 2007

Διαβάστε επίσης:

Μάρκος Μπότσαρης, ο αετός του Σουλίου

Ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, 1769-1835

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η «Κυρά και Καπετάνισσα» της Επανάστασης

Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο «Γιος της Καλογριάς», 1782-1827

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο «Γέρος του Μοριά»

Νικήτας Σταματελόπουλος – Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, 1782-1849

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του και η άφιξη του στην επαναστατημένη Ελλάδα