Νικήτας Σταματελόπουλος – Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, 1782-1849

«Να που αρχίζει λοιπόν. Βοήθα μας Θεέ μου να τον γονατίσουμε τον τύραννο», είπε μουρμουριστά, έκανε τον σταυρό του και κίνησε να ξεκινήσει την Επανάσταση. Νικηταράς, Μαυρομιχάλης και Κολοκοτρώνης, μπροστάρηδες του ’21, βρέθηκαν στις 23 Μαρτίου 1821 στην Καλαμάτα. Ή τώρα ή ποτέ, οι τρεις άντρες βροντοφώναξαν και ορκίστηκαν με αίμα:

«Η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον, εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της Ελευθερίας. Εν ενί λόγω απεφασίσαμεν, ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν. Να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας».

Σεμνός, ταπεινός, τίμιος και ανιδιοτελής, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, έμελλε να γίνει ένας από τους γενναιότερους αγωνιστές του 1821. Γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Κορούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, το πότε και πού ακριβώς γεννήθηκε παραμένουν στοιχεία σχετικά άγνωστα στους ιστορικούς και ερευνητές. Ωστόσο, σύμφωνα με υπολογισμούς από τα αρχεία της Φιλικής Εταιρείας, υπολογίζεται πως γεννήθηκε τις χρονολογίες 1781-1783 στο Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης ή στη Νέδουσα της Μεσσηνίας. Μόλις σε ηλικία 11 ετών ακολούθησε την ομάδα αγωνιστών του πατέρα του και εντάχθηκε στο σώμα του κλέφτη Ζαχαρία Μαρμπισιώτη, μαθαίνοντας έτσι την «τέχνη του πολέμου».

Το 1805, γνωρίζοντας πως οι Ρώσοι που κατείχαν την κυριαρχία των Επτανήσων και βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Γάλλους χρειάζονταν πολεμιστές, αποφάσισε να καταταγεί στο στράτευμά τους. Μετά την ήττα των Ρώσων από τους Γάλλους και το πέρασμα των Επτανήσων από τη ρωσική στη γαλλική κατοχή, ο Νικηταράς επέστρεψε στη Ζάκυνθο και κατετάγη στον γαλλικό στρατό, επιθυμώντας να εμπλουτίσει τις στρατιωτικές του γνώσεις και να εκμαιεύσει όλα τα μυστικά του πολέμου.

Έντεκα χρόνια αργότερα, ο Νικήτας Σταματελόπουλος βίωσε με τον χειρότερο τρόπο την απώλεια τριών αγαπημένων του προσώπων: του πατέρα του, του αδελφού του και τον γαμπρό του Ζαχαριά, όταν οι Τούρκοι τους αιχμαλώτισαν στη Μονεμβασιά και τους αποκεφάλισαν επειδή αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Τα κεφάλια των τριών αντρών, που στάλθηκαν ως «δώρο» στον πασά της Τρίπολης, ήταν ενδεικτική πράξη της αγριότητας που διέκρινε την περίοδο εκείνη την κατάσταση που επικρατούσε.

Το τραγικό αυτό γεγονός θέριεψε το μένος του για την τουρκική κατοχή της Ελλάδας και ορκισμένος στο προαιώνιο πρόσταγμα των προγόνων του «Ελευθερία ή Θάνατος» μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις 18 Οκτωβρίου 1818. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε τα μέγιστα στην προετοιμασία του Αγώνα, ενώ ήδη από το ξεκίνημα της Επανάστασης συνέβαλε στο απελευθερωτικό σχέδιο του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, για απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, που αποτελούσε το κέντρο των Οθωμανών.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι μάχες στις οποίες διακρίθηκε, καθώς ο αεικίνητος και φιλότιμος Νικήτας ή «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος», όπως τον ονόμασε ο ελληνικός λαός για τον άθλο του στη θρυλική μάχη των Δολιανών, κατατρόπωσε τον στρατό του Κεχαγιά Μπέη που απαρτιζόταν από 6,000 άνδρες. Από τον «Μωριά» ως τη Στερεά Ελλάδα, ατρόμητος και «με φτερά στα πόδια», πάντοτε μπροστά στην πρώτη γραμμή, ο Νικηταράς δόθηκε ψυχή τε και σώματι στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ο «Τουρκοφάγος» των Δερβενακίων δεν ήθελε τίτλους και δώρα. Όταν τον πλησίαζαν να του προσφέρουν τιμές, απάνταγε πως ήθελε μόνο να δει ελεύθερη πατρίδα. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια και έλαβε μέρος στη Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Ωστόσο, δεν κράτησε για πολύ η ευδαίμονος περίοδος, καθώς επί βασιλείας του Όθωνος ο τρανός αγωνιστής περιέπεσε σε δυσμένεια, τιμωρημένος για την επιλογή του να στηρίξει το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως ηγέτης συνωμοτικής ομάδας, αθωώθηκε ένα χρόνο μετά, ελλείψει στοιχείων, παρόλα αυτά η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί σοβαρά η υγεία του. Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841, βαριά άρρωστος και ταλαιπωρημένος, όπου επέστρεψε στην οικογένειά του στον Πειραιά.

Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 «απόλαυσε» μιας κάποιας ένδειξης ευγνωμοσύνης, όταν το κράτος του απένειμε τον βαθμό του υποστράτηγου και μία τιμητική μεν, πενιχρή δε σύνταξη. Με την ευλογιά της ίδιας της αγνωμονούσας Ελλάδος του χορηγήθηκε ειδική άδεια και μία «θέση» στον Δήμο Πειραιώς, για να μπορεί να επαιτεί.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, στις 06:00 το πρωί, η πιο καθαρή καρδιά του ’21, σταμάτησε να χτυπά. Λησμονημένος και βασανισμένος, κειτόταν άψυχος ο θαρραλέος Τουρκοφάγος. Παρά την επιθυμία του να τον θάψουν στον Μωριά, η γαλανόλευκη τον συνόδευε μέχρι το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον θείο του, Κολοκοτρώνη, για να μπορούν να αναστοχάζονται τις θυσίες και τις ένδοξες, περήφανες μέρες της Επανάστασης αντάμα.

Διαβάστε επίσης:

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του και η άφιξη του στην επαναστατημένη Ελλάδα

Μάρκος Μπότσαρης, ο αετός του Σουλίου

Κωνσταντίνος Κανάρης, ο μπουρλοτιέρης του 1821 και η παράδοση της επίσκεψής του στη Λάπηθο της Κύπρου

Ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, 1769-1835

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η «Κυρά και Καπετάνισσα» της Επανάστασης

Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο «Γιος της Καλογριάς», 1782-1827

Νικολής Αποστόλης, ο Ψαριανός ναύαρχος 1770-1827

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο «Γέρος του Μοριά»