Της Μαρίας Χριστοδούλου
Ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας η μυστική οργάνωση «Φιλική Εταιρεία». Οι πρωτεργάτες της, Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθος, είχαν σκοπό την εξέγερση του ελληνικού γένους και έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για την ανατροπή του Σουλτάνου και της Οθωμανική Αυτοκρατορίας.
Οι τρεις άνδρες έπρεπε να ορίσουν έναν ηγέτη άξιο για να αναλάβει τα ηνία της Επανάστασης. Για αυτό και τον Ιανουάριο του 1816 ο Εμμανουήλ Ξάνθος επισκέφτηκε τον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, ωστόσο, λόγω της πεποίθησης πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη, αρνήθηκε. Η προσοχή στράφηκε τότε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, πρίγκιπα και υπασπιστή του τσάρου Αλεξάνδρου Α’ και στρατηγό του ρωσικού στρατού. Τον Απρίλιο του 1820 ο Υψηλάντης απεδέχθη την πρόσκληση. Άφησε την Πετρούπολη και από τον Ιούνιο του 1820 επισκέφθηκε διαδοχικά τη Μόσχα, το Κίεβο, την Οδησσό και το Ισμαήλιο, όπου είχε πολυάριθμες επαφές με ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Στην τελευταία του στάση στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας, κοντά στα σημερινά σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, πραγματοποιήθηκε τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1820 η κρίσιμη συνέλευση των Φιλικών, όπου εκπονήθηκε το «Γενικόν Σχέδιον» της εξέγερσης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το «Σχέδιον» δεν αναφέρεται σε κανένα από τα νησιά, το 15ο άρθρο του αφορά την Κύπρο και συγκεκριμένα την οικονομική βοήθεια που φαίνεται πως είχε ήδη προσφερθεί να δώσει ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός:
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κ. Κυπριανός υπεσχέθη να συνεισφέρη χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή. Λοιπόν ο Καλός [Αλέξανδρος Υψηλάντης] πρέπει να γράψη προς την Μακαριότητά του προτρεπτικά δηλοποιών των πραγμάτων την κατάστασιν, διά να φιλοτιμηθή να βοηθήση αναλόγως τη φήμη της νήσου εκείνης, την οποίαν έχουν το προνόμιον οι Κύπριοι να διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους. Ταύτα δε τα γράμματα ο ρηθείς Πελοπίδας, ή προτού, ή επιστρέφων εξ Αιγύπτου, να περάσει εις Κύπρον και να εγχειρίσει τη αυτού Μακαριότητι, διά να εμβάση τα χρήματα ο άγιος Κύπρου εις Κωνσταντινούπολιν, ή να στείλη τας τροφάς, όπου διορισθή· και τέλος να σκεφθή, πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς[1].
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε από προηγουμένως εξουσιοδοτήσει τον Αντώνιο Πελοπίδα, τον «απόστολο» των Φιλικών στην Αίγυπτο, όπως κάνει στάση στη Μεγαλόνησο για επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό για να του μηνύσει πως η έναρξη της Επανάστασης δεν θα αργούσε και για να καταβάλει όποια βοήθεια ήταν δυνατό για τη «μεγάλη ανάγκη της πατρίδας». Συγκεκριμένα, γράφει στη σχετική επιστολή:
[…] Ἐγχείρησα εἰς τόν ρηθέντα κύριον Ἀρχιμανδρίτην Δικαῖον γράμματα πρός τούς ἀδελφούς εἰς Αἲγυπτον καί πρός τόν ἃγιον Κύπρου. Παραλάβατε τά γράμματα ταῦτα καί κινήσατε ἀμέσως πρός τά μέρη ἐκεῖνα, διά νά φανερώσητε πρός τούς ἀγαθούς συμπατριώτας μας, ὃτι ἡ ἐφετή ὣρα τῆς ἐκτελέσεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν σκοποῦ δέν εἶναι μακράν, καί νά τούς παρακινήσητε διά νά καταβάλωσιν, ὂχι μόνον ὃσα ἓκαστος εὐόρκως ὑπεσχέθη, ἀλλά καί ἂλλα περισσότερα ἀκόμη διά τήν μεγάλην τῆς πατρίδος ἀνάγκην. Ἐπιστρέφοντες δέ ἐκεῖθεν περνᾶτε διά τῆς Κύπρου, ὃπου ἐγχειρίζοντες τό γράμμα πρός τόν Ἀρχιερέα, τόν παρακινεῖτε νά συνεισφέρῃ τά τῆς ὑποσχέσεώς του, τά ὁποῖα παραλαμβάνοντες ἀποπλέετε πάραυτα ἢ μόνος ἢ καί μετά τινος ἀνθρώπου τοῦ Ἀρχιερέως διά τήν Παλαιάν Πάτραν τῆς Πελοποννήσου […]
Ὁ ζῆλος καί ἡ προθυμία σας μέ βεβαιώνουσιν, ὃτι τά ἒργα σας θέλουσιν εἶσθαι ἀνώτερα τῶν ἐλπίδων μου, διά τοῦτο δέν σᾶς παροτρύνω περισσότερον, ἀλλά σᾶς ἀσπάζομαι φιλικῶς καί μένω ὃλος
εὒνους ἀδελφός σας
Αλέξανδρος Ὑψηλάντης[2]
Εξάλλου, σχετικά με την όλη αποστολή του Πελοπίδα στην Κύπρο από τις παραμονές της Επανάστασης, είχε ενημερωθεί και ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Σε προσωπική επιστολή του με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 1820, ο Υψηλάντης ζητούσε τη χρηματική συνεισφορά που είχε υποσχεθεί ο Αρχιεπίσκοπος και άλλοι πρόκριτοι του νησιού για τη στήριξη του Αγώνα, με το σύνθημα «η έναρξις του Σχολείου εγγίζει», καθώς οι χρηματικές εισφορές υποτίθετο πως θα διατίθεντο για ανέγερση σχολείου.
Μακαριώτατε καί φιλογενέστατε Δέσποτα,
Ὁ φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ἳπατρος μέ ἐβεβαίωσε περί τῆς γενναίας συνεισφορᾶς, τήν ὁποίαν ἡ ὑμετέρα Μακαριότης ὑπεσχέθη πρός αὐτόν διά τό Σχολεῖον τῆς Πελοποννήσου. Ὃθεν, ὡς γενικός ἒφορος τοῦ Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου ἀπαραίτητον νά εὐχαριστήσω τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα καί νά τήν εἰδοποιήσω ὃτι ἡ ἒναρξις τοῦ Σχολείου ἀγγίζει. Διά τοῦτο λοιπόν στέλλω ἐξεπίτηδες τόν κύριον Ἂντώνιον Πελοπίδαν, ἂνδρα ἐνάρετον, φιλογενῆ καί πάσης πίστεως ἂξιον, διά νά τήν βεβαιώσῃ καί διά ζώσης φωνῆς τήν ὃσον οὓπω ἀνέγερσιν τοῦ ἱεροῦ τούτου καταστήματος. Ἂς ταχύνῃ λοιπόν ἡ ὑμετέρα Μακαριότης νά ἐμβάσῃ τόσον τῆς ὑμετέρας Μακαριότητος τάς συνεισφοράς, ὃσον καί τῶν λοιπῶν αὐτοῦ ὁμογενῶν, εἴτε χρηματικάς, εἴτε εἶναι ζῳοτροφίας πρός τόν ἐν παλαιῷ Πατρᾷ τῆς Πελοποννήσου κύριον Ἰωάννην Παππᾶ Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αὐτάς ἢ μέ ἂνθρωπόν της ἐπίτηδες ἢ μέ τόν κομιστήν τοῦ παρόντος μου.
Ὤν δέ εὒελπις, ὃτι ἡ ὑμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθῇ νά δείξῃ τήν συνεισφοράν ἀξίαν τοῦ μεγάλου ζήλου καί πατριωτισμοῦ Αὐτῆς τε καί ὃλου της τοῦ ποιμνίου, ἐξικετεύω τάς μακαρίους Αὐτῆς εὐχάς καί μένω μέ βαθύ σέβας
τῆς ὑμετέρας Μακαριότητος
τέκνον εὐπειθές
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης[3]
Με αυτά τα συνθηματικά λόγια και τη μετονομασία της Επανάστασης σε «Σχολείο» ενημερώθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ωστόσο, οι γνώσεις μας σχετικά με την επικοινωνία Υψηλάντη-Κυπριανού σταματούν στις προαναφερθείσες επιστολές και δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να αποδεικνύουν με βεβαιότητα ότι η επίσκεψη και συλλογή των παραπάνω χρημάτων έγινε τελικά κατορθωτή.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ένας καταξιωμένος στρατιωτικός
Γεννημένος στις 13/24 Δεκεμβρίου 1792 στην Κωνσταντινούπολη σε μια οικογένεια μεγάλων διερμηνέων και ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έλαβε μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, το Ιάσιο και το Βουκουρέστι και γνώριζε Ρωσικά, Γερμανικά, Γαλλικά και Μολδαβικά. Το 1808, στα 15 του μόλις χρόνια, τοποθετήθηκε στο έφιππο αριστοκρατικό σύνταγμα της τσαρικής φρουράς. Το 1813, κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, έχασε το δεξί του χέρι. Ωστόσο, αυτό δεν τον εμπόδισε από το να διακριθεί στις μάχες και για αυτό να λάβει τιμητικές πολεμικές διακρίσεις, όπως τον Σταυρό της Αγίας Άννας και πρωσικό Αριστείο Ανδρείας.
Με το τέλος του πολέμου έλαβε μέρος στη ρωσική αποστολή στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 και το 1816, σε ηλικία 24 ετών, και στη θέση πλέον του συνταγματάρχη, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ορίστηκε υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου Α’. Τον επόμενο χρόνο προήχθη σε στρατηγό ταξιαρχίας και ονομάστηκε διοικητής της ταξιαρχίας στην πρώτη μεραρχία της έφιππης αυτοκρατορικής φρουράς, όπου και παρέμεινε μέχρι την ανάληψη της αρχηγίας του Αγώνα[4]. Τότε υπέβαλε αίτηση για διετή άδεια απουσίας στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας και στο Υπουργείο Στρατιωτικών της Πετρούπολης για να μεταβεί στο εξωτερικό και να ξεκινήσει τις επαφές του[5].
Σύμφωνα με το «Σχέδιον», η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Ο Υψηλάντης θεωρούσε πως οι εκεί περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε ανταρσίες Πασάδων και αφού υπήρχε η πεποίθηση πως οι ταραχές που θα ξεσπούσαν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα λειτουργούσαν ως αντιπερισπασμός. Ο Υψηλάντης εκδίδει την προκήρυξη της ανεξαρτησίας και περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821, υψώνοντας τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, στις 24 Φεβρουαρίου όπου εκδίδει την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Δύο ημέρες αργότερα τελείται δοξολογία στο ναό των Τριών Ιεραρχών με τον Μητροπολίτη Βενιαμίν να ευλογεί τη σημαία με το Σταυρό και να παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ακολούθησε έρανος για συλλογή χρημάτων καθώς εθελοντές από όλη την Ευρώπη συγκεντρώνονταν στη Μολδαβία. Συγκροτήθηκε, έτσι ο Ιερός Λόχος από 500 σπουδαστές. Στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι και βρίσκεται αντιμέτωπος με στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι, το Σέκο και το Δραγατσάνι, όπου και ηττάται στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχωρεί προς τα αυστριακά σύνορα.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης παραδόθηκε και παρέμεινε φυλακισμένος από τους Αυστριακούς για έξι χρόνια. Απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827 και αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου και πέθανε δύο μήνες μετά σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στις 19/31 Ιανουαρίου 1828. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα (συνήθεια διαδεδομένη στην εποχή του για σημαίνοντα πρόσωπα) και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγιο Γεώργιο Βιέννης
[1] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (Αθήνα: Π. Σούτσα & Α. Κτενά, 1859), σσ. 53-4
[2] Eμμανουήλ Πρωτοψάλτης, H Kύπρος εις τον αγώνα του 1821 (Aθήνα: Εκδόσεις Ενώσεως Κυπρίων Ελλάδας, 1971), σ. 14
[3] Ό.π., σ. 15
[4] Γιάννης Γιαννόπουλος, Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας. Αλέξανδρος & Δημήτριος Υψηλάντης (Αθήνα: Τα Νέα, 2020), σσ. 38-41
[5] Δ. Γατόπουλος, Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Εθνικός Ήρωας του Εικοσιένα (Αθήνα: [χ.ε.], [χ.χ.]), σ. 35
Βιβλιογραφία:
Γατόπουλος, Δ., Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Εθνικός Ήρωας του Εικοσιένα (Αθήνα: [χ.ε.], [χ.χ.])
Γιαννόπουλος, Γιάννης, Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας. Αλέξανδρος & Δημήτριος Υψηλάντης (Αθήνα: Τα Νέα, 2020)
Πρωτοψάλτης, Εμμανουήλ, H Kύπρος εις τον αγώνα του 1821 (Aθήνα: Εκδόσεις Ενώσεως Κυπρίων Ελλάδας, 1971)
Φιλήμων, Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (Αθήνα: Π. Σούτσα & Α. Κτενά, 1859)